- πραγμάτευμα
- πραγμάτευμαbusinessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραγμάτευμα — ατος, τὸ, ΜΑ [πραγματεύομαι] ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.) … Dictionary of Greek